Visitor: 964319
Friday, March 29, 2024
Home  
Contact  
Links  
Site Map
  
 
    
 

Το φαράγγι της Κλεισούρας
(Natura 2000)
 

Αφήνοντας πίσω μας την Αιτωλία του Νότου, την ήρεμη λιμνοθάλασσα και τους βάλτους, περνάμε μέσα από ατέλειωτους ελαιώνες και από πλούσιους πορτοκαλεώνες. Μπροστά μας στέκεται ορθός ο Αράκυνθος ή Ζυγός. Ο Αράκυνθος δεν είναι Πίνδος δεν είναι Όλυμπος, δεν είναι Παναιτωλικό, είναι ένα μικρό βουνό που κόβει στα δύο, από την Ανατολή στη Δύση την Αιτωλία και το ύψος του φθάνει τα 984 μ. Είναι μικρό βουνό αλλά δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις ομορφιές και το φυσικό περιβάλλον των μεγάλων.

Στο δρόμο μας προς το Αγρίνιο, περνούν μπροστά μας λόφοι, και λοφάκια, αλλού γυμνά κι αλλού δασωμένα με χαμηλή βλάστηση.

Τόποι με αρχαία ερείπια και πολλά ξωκκλήσια. τόποι ποτισμένοι με αίμα για την ελευθερία. Κοντά στο Κεφαλόβρυσο ο Αράκυνθος αρχίζει ν' αλλάζει. Αρχίζουν να φαίνονται τα κακοτράχαλα φαράγγια του. Μπροστά μας τα πέτρινα τείχη της Κλεισούρας.

Ο Γάλλος περιηγητής G. Deschamps, στο Οδοιπορικό του 1890 "Η Ελλάδα σήμερα" περιγράφει με τα καλύτερα χρώματα τα βουνά της Αιτωλίας. "Τα βουνά της Αιτωλίας βρίσκονται πάντα μπροστά μας, με το απέραντο περίγραμμά τους φράζουν τον ορίζοντα μ' ένα πλατύ τείχος". Ενώ ο Εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς, γράφει:

Κόρφοι, ποτάμια, διάσελα,
κάβοι, ζυγοί, κλεισούρες,
βουνά που ξεχωρίζουνε
μονά, βουνά, δεμένα,
τόνα με τ' άλλα ξακουστά,
βουνά, βουνά σβυσμένα.

Το φαράγγι της Κλεισούρας μπροστά μας, λαβωματιά στα στήθια του Αράκυνθου. Πριν από εκατομμύρια χρόνια μεταξύ των Αιτωλικών και Ακαρνάνικων βουνών, στην Αιτωλική πεδιάδα, σχηματίζονταν μια μεγάλη λίμνη μέσα στην οποία χυνόταν ο ποταμός Αχελώος για να ξαναβγεί νότια, από τα Στενά της Κλεισούρας - τα "Κύκνεια Τέμπη" των αρχαίων - κι ύστερα να χυθεί με ορμή στον κόλπο του Αιτωλικού.

Στο πέρασμα των αιώνων, έπειτα από καθιζήσεις και γεωλογικές ανακατατάξεις στην περιοχή μεταξύ του Αράκυνθου και των απέναντι Ακαρνανικών βουνών, ο Αχελώος στράφηκε προς το μέρος της καθίζησης και πήρε την τωρινή του "πορεία". Η μεγάλη αρχαία λίμνη χωρίστηκε στα τρία, στις σημερινές λίμνες Τριχωνίδα, Λυσιμαχία και Οζερό και η Κλεισούρα μετατράπηκε σε στεγνή κοίτη, με τους ωραίους, αξιοπερίεργους βράχους και τις απόκρημνες όχθες της. Οι γυμνοί βράχοι εδώ εξουσιάζουν το τοπίο, είναι ασβεστολιθικοί, τεράστιοι σαν πύργοι που αγγίζουν τον ουρανό. Τα χρώματά τους ποικίλουν άλλοι είναι καφέ, κοκκινωποί, ξανθοί, μαύροι, γαλάζιοι, γυμνοί και φαγωμένοι από τους αιώνες. Σχισμάδες, σπηλιές και σπηλιαράκια, βράχοι σκεπασμένοι με λίγα κλαδιά και χαμηλούς θάμνους που ανάλογα με την εποχή έχουν και τα χαρακτηριστικά τους χρώματα.

Ποιος θα το περίμενε στα μάτια του τέτοιο μεγαλείο από ένα βουνό, μικρό σαν τον Αράκυνθο που δεν ξεπερνάει σε ύψος τα χίλια μέτρα. Παρ' όλα αυτά ο Αράκυνθος ή Ζυγός, με τ' απότομα βράχια, τα καταφύγια και τις σπηλιές του, ήταν το στέκι των Αρματωλών και των Κλεφτών, αλλά και η κρυψώνα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, όσων σώθηκαν, μετά το χαλασμό του Μεσολογγίου.

Ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ που πέρασε στην περιοχή στο "Ταξίδι στηνΕλλάδα" γράφει για την περιοχή. "Αυτή είναι η περιοχή που δημιούργησε η φύση για να γίνει μια μέρα το φρούριο των Αιτωλών και το καταφύγιό τους. Το επισημαίνουμε τώρα, χωρίς φόβο να προδώσουμε το μυστικό των καταφυγίων που σχημάτισαν οι ουρανοί για να γλιτώσουν τους χριστιανούς από τις βαρβαρικές επιθέσεις". Και συνεχίζει ο Πουκεβίλ σ' άλλο σημείο του Οδοιπορικού του. "Στα γύρω μέρη αυτού του στενού, που η σιωπή του έσπαζε μόνο από το τραγούδι του φλώρου, της γαλιάντρας και του σπίνου... Οι οδηγοί μου έδειξαν στην αντίθετη πλευρά αυτής της χαράδρας τις βίγλες των ληστών, οι οποίοι, από τότε που καταστράφηκαν τα δένδρα πίσω από τα οποία κρύβονταν σχημάτιζαν ταμπούρια με σωρούς λίθων, πίσω από τα οποία πυροβολούσαν τους ταξιδιώτες. Μ' έτρωγε συνέχεια κρυφή ανησυχία, βλέποντας τους κρημνούς που μας τριγύριζαν. Τελικά μετά από τρία τέταρτα της ώρας κόπο, φθάσαμε στο υψηλότερο σημείο, απ' όπου είδα τη θάλασσα, το νησί και την πόλη Ανατολικό (Αιτωλικό). Όσο μπορούσε ν' απλωθεί το βλέμμα μου παρατήρησα και γρήγορα διαπίστωσα από κοντά πως το όρος Αράκυνθος εκτείνεται από τον Εύηνο ως κάτω από το Αγγελόκαστρο, όπου σβήνει με ελαφρά επικλινείς πλαγιές σε απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων από την αριστερή όχθη του Αχελώου".

Στη βόρεια έξοδο του στενού της Κλεισούρας βρίσκονταν από την εποχή ακόμη του Ομήρου η Αιτωλική πόλη Πυλήνη (όπως φανερώνει και το όνομά της). Μετά από επιδρομή που έκαναν οι Αιολείς όπως μας λέει ο Στράβωνας την μετέφεραν στη βόρεια πλευρά του όρους Αράκυνθος (κοντά στο μοναστήρι του Αγ. Γεωργίου) και την μετωνόμασαν Πρόσχιον. "... Μετανεγκόντες (Αιολείς) εις τους ανώτερον τόπους ήλλαξαν αυτής και τόνομα, Πρόσχιον καλέσαντες ...".

Ο Δημήτριος Βικέλας, στο Οδοιπορικό του "Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν" (Επιστολή προς φίλον) (1884) γράφει: "Μετά την διάβασιν του έλους, (των λιμνών Τριχωνίδας-Λυσιμαχίας) η οδός στρέφουσα προς τα δεξιά παρακολουθεί τους πρόποδας του όρους Ζυγού, αποτόμως υψομένου υπεράνω των δύο λιμνών έπειτα δε, κάμπτουσα προς τ' αριστερά εισέρχεται εις σειράν στενών φαράγγων, αίτινες απολήγουν εις την περιώνυμον Κλεισούραν, τα Κύκνεια Τέμπη των αρχαίων. Αι πετρώδεις πλευραί του σχιστού όρους υψούνται αποτόμως εκατέρωθεν ως τοίχοι υπερμεγέθεις, από δε του βάθους, οπόθεν βλέπεις επί των βράχων τα σημεία της βροχής και των ανέμων, φαντάζεσαι ότι προσφάτος τις υποχθόνιος κλονισμός τους διέρρηξε και τους ήνοιξε. Στενή λωρίς ουρανού κυανού χωρίζει υπεράνω της κεφαλής σου το χάσμα, που και που δε διασχίζει τον αέρα, εκεί υψηλά, γύψ πλατυπτέρυγος ή ταχύς ιέραξ, εις τα υπέρυθρα άκρα των βράχων διακρίνεις μόλις τας οπάς όπου έχουν τα όρνεα τας φωλεάς των.

Μέσα στο φαράγγι η βλάστηση αλλά και η χλωρίδα είναι πλούσια και αποτελείται από γέρικα πλατάνια, κυπαρίσσια, κουτσουπιές, χαρουπιές, αγριοτσικουδιές, σχίνα, παλιούρια, ασφάκες, ρείκια, αγριλιές, βελανιδιές, πουρνάρια και Σπάρτα. Στις ψηλές όμως κορυφές του Αράκυνθου υπάρχουν σημαντικά δάση με πολλά υπεραιωνόβια δένδρα.

Η περιοχή καλύπτεται επίσης από μεσογειακή μακία, φρύγανα, βελανιδιές και πουρνάρια. Στα ριζά των βράχων, στις υγρές σχισμάδες και στα σκιερά σημεία κάτω από τη χαμηλή βλάστηση, ανάλογα με τις εποχές φωτρώνουν τα κυκλάμινα, οι ορχειδέες, οι ανεμώνες, οι παπαρούνες, οι ίριδες, οι αγριοτριανταφυλλιές και σκορπίζουν τα χρώματά τους και τις γλυκές μυρωδιές τους μέσα στο φαράγγι. Την άνοιξη στο φαράγγι υπάρχει μεγάλη συμφωνία χρωμάτων, αλλά αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο είναι οι αποχρώσεις του ρόζ, απ' τους ανθούς της κουτσουπιάς. Το ρόζ διακόπτεται απ' τις κίτρινες πινελιές των σπάρτων.

Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος στο βιβλίο του "Ελληνικοί Ορίζοντες" γράφει: "Δρόμος γεμάτος πολύτιμες αφορμές αισθητικής ηδονής οδηγεί από το Αγρίνιο στο Αιτωλικό και στο Μεσολόγγι. Είναι ο δρόμος της Κλεισούρας του Αράκυνθου. Την είπα κάποτε λαβωματιά, που σκίζει το βουνό σε δύο μεγάλα κομμάτια και δημιουργεί ένα καταπράσινο διάσελο, όπου το πλατάνι, ρίχνει πυκνούς ίσκιους στην απόκρημνη πέτρα, όπου το σκίνο ευωδιάζει και το πουρνάρι σκαρφαλώνει σε ύψη, όπου αντίλαλοι υποβλητικοί φαίνονται να πηγάζουν από πανάρχαιες λησμονημένες φωνές. Κοντά στο άνοιγμα της Κλεισούρας αυτής, προς το μέρος της Λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού, βρίσκεται σφηνωμένο στη σπηλιά του και στον απόκρημνο βράχο του το εκκλησάκι της Αγια Λεούσας, της Παναγίας που στέκει άγρυπνη απάνου στο μόχθο και στον ψυχικό κάματο του περαστικού. Λίγο πιο πέρα, λίγο πιο έξω η λιμνοθάλασσα λάμπει ολόχαρη και ακύμαντη".

Εδώ σ' ετούτη την "αητοφωλιά" της Αγια Λεούσας, ασκήτεψε και έζησε ο Γιάννης Γούναρης, "ο καλόγερος της Κλεισούρας", ο άνθρωπος που έσωσε το Μεσολόγγι το Δεκέμβριο του 1822 όταν ο Βρυώνης με τον Κιουταχή αποφάσισαν να κάνουν επίθεση τη νύχτα των Χριστουγέννων. Το μυστικό το έμαθε ο Γούναρης, μια και ήταν κυνηγός του Ομέρ-Βρυώνη και το μετέφερε στους Μεσολογγίτες στις 24 Δεκεμβρίου το πρωί, έτσι μπόρεσαν οι πολιορκημένοι να απωθήσουν και πάλι υα στήφη των Τούρκων. Ο Βρυώνης, όμως, έμαθε ότι ο Γούναρης αποκάλυψε το μυστικό του και για να τον εκδικηθεί έσφαξε τη γυναίκα και τα παιδιά του. Ο Γούναρης μετά τη σφαγή των αγαπημένων του αποφάσισε να μονάσει στην Κλεισούρα.

Ο Κώστας Κρυστάλλης, ο μεγάλος μας ποιητής, εμπνέυστηκε από τη θυσία του Γιάννη Γούναρη και έγραψε το ποίημα "ο Καλόγερος της Κλεισούρας".


"Ο Μερ-Πασσάς μαθαίνει του κυνηγού
την προδοσιά και στην απελπισιά του,
σαν πήρε κ Κώστας τα βουνά, του σφάζει τα παιδιά του.
Τόπαν του Κώστα στα βουνά και τ' άρματα πετάει
και στης Κλεισούρας το μικρό το 'ρημοκκλήσι πάει
και γίνεται καλόγηρος, ντύνεται ράσα μαύρα.."
 

Η προτομή του Γ. Γούναρη μέσα στο φαράγγι, δίπλα σ' εκείνη του Πατροκοσμά, θυμίζει στους περαστικούς τη μεγάλη θυσία του.

Η παρουσία σπάνιων πουλιών και ειδικά αρπακτικών στην περιοχή υποδηλώνει οικοσύστημα ακόμη πλούσιο σε ζωή και ισορροπημένο. Σύμφωνα με τον Simpson στα μισά του 19ου αιώνα στην περιοχή φώλιαζαν σπάνια αρπακτικά όπως ο Γυπαετός και ο Βασιλαετός. Σήμερα υπάρχει στην περιοχή μια σημαντική αποικία από Όρνια (Gyps fulvus). Μερικά από τα αρπακτικά που φωλιάζουν εδώ αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του Αράκυνθου είναι η ποντικοβαρβακίνα, το βραχοκιρκίνεζο, το ξεφτέρι, το δενδρογέρακο, ο χρυσαετός, το χρυσογέρακο, ο κραυγαετός, ο Μπούφος, η τυτώ, ο γκιώνης, η κουκουβάγια κ.ά. Στις απότομες ορθοπλαγιές του φαραγγιού φωλιάζουν επίσης εκτός από τ' αρπακτικά και άλλα "γκρεμόφιλα" είδη, όπως κόρακας, το βραχοχελίδονο, η βουνοσταχτάρα, ο βραχοτσοπανάκος, η πετροπέρδικα κ.ά.

Για τη μεγάλη τους οικολογική σημασία ο Αράκυνθος και τα Στενά της Κλεισούρας, ανήκουν στις περιοχές Natura 2000. Επίσης η περιοχή του φαραγγιού για την μεγάλη αισθητική, φυσική και πολιτιστική του αξία έχει κηρυχθεί σε φυσικό και πολιτιστικό μνημείο.

Αν θέλουμε να διαφυλάξουμε το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον μας, αλλά και τις ιστορικές μας μνήμες, πρέπει να προστατέψουμε όσο μπορούμε καλύτερα, περιοχές σαν το Φαράγγι της Κλεισούρας.